Illustration: The Curly Sue
Ο «Μεγάλος Δαμαστής» που ανέβηκε πριν από λίγες μέρες στη Στέγη δεν είναι για πέταμα -τίποτα του Παπαϊωάννου δεν θα είναι ποτέ για πέταμα, ούτε ένα σκίτσο με στυλό σε χαρτοπετσέτα… Όμως, κατά τη γνώμη μου αποτυγχάνει πολλαπλά & απογοητεύει άγρια, έτσι σκέτο & άνυδρο θέαμα που είναι.
Κι εξηγούμαι:
- Ο σκηνοθέτης πάσχει από το ίδιο σύνδρομο για το οποίο εξευτελιστικά, αλλά δίκαια, κατηγορήθηκε & το ελληνικό σινεμά των προηγούμενων δεκαετιών: έχει εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλείψει τις ιστορίες, τα σενάρια, τους μύθους, τα θεατρικά έργα, τις Μήδειες, τους Δράκουλες, όλα αυτά τα οποία θεωρεί προφανώς περιττά & μας προτρέπει (βλ. αναγκάζει) να παρακολουθήσουμε επί δίωρο (εξάωρο στην περίπτωση του «Μέσα«) μια νοηματικά πλαδαρή σύλληψη ενός ανθρώπου που δεν είναι (ούτε επιδιώκει να γίνει) η Αγκάθα Κρίστι. Οι κινήσεις γίνονται βασανιστικά αργά για να απλώσει η μια & μοναδική αρχική κεντρική ιδέα σε χρόνο ανάλογο με τα 15-45 ευρώ του εισιτηρίου.
- Φυσικά & υπάρχουν αρκετοί συμβολισμοί, γνωστοί κι ως φερεντζέδες του μεταμοντέρνου. Όμως, δεν απευθύνονται πια προς το κοινό, όπως τότε παλιά στο «Για Πάντα» ή στο «Ενός Λεπτού Σιγή«, όταν φεύγαμε βουρκωμένοι απ’ όσα νιώσαμε χωρίς ποτέ να ειπωθούν. Τώρα οι συμβολισμοί έχουν φτάσει σε επίπεδα που υπερίπτανται της αντίληψής μας. Σαν τα ούφο.
- Εκεί κάπου αρχίζει η βαρεμάρα. Γιατί όταν δεν υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός από κάτω (βλ. ιστορία) για να σε βάζει κάθε τόσο on track, ούτε συμβολισμοί που να κατανοείς μερικώς ή πλήρως ώστε να σε κρατούν σε εγρήγορση, είναι το ίδιο σαν να παρακολουθείς Σαίξπηρ στα κινέζικα. Το μόνο που απομένει για να πιαστείς από κάπου είναι η εικόνα, το αδιαμφισβήτητο & οικουμενικό θέαμα, που όμως και πάλι…
- Ο Παπαϊωάννου έχει μάλλον αποφασίσει ότι είναι μεγάλη «βλαχιά» να εξιτάρεις τον θεατή με εντυπωσιακές εικόνες, όπως έκανε παλιά -αφού όταν το θυμάται μπορεί & να αυτομαστιγώνεται ή να φωνάζει ήμαρτον. Απαρνήθηκε, λοιπόν, τα χρώματα, τη μουσική, τα φώτα που συμμετέχουν στη δράση (αντί γι’ αυτά τα χειρουργικά που του αρέσουν τελευταία) & μας προσφέρει συνέχεια επί σκηνής ξερό ψωμί & μια σταγόνα λάδι, έχοντας παραιτηθεί από το αμαρτωλό συγκριτικό του πλεονέκτημα (τη συγκρατημένη εστέτ φαντασμαγορία), δηλαδή αυτό ακριβώς που τον έκανε ό,τι λογίζεται σήμερα.
- Τελευταία φορά που συμπεριέλαβε αληθινή μουσική σε παραγωγή του ήταν στο πολύ επιτυχημένο, αν και ενοχλητικά διδακτικό, 2 (Δύο). Τότε ο Κωνσταντίνος Βήτα είχε σχεδόν μοιραστεί εξ ημισείας το βραβειο «γουάου!» της χρονιάς, οπότε ίσως γι’ αυτό η μουσική να ξέπεσε ξαφνικά στις παρακατιανές τέχνες: υπερβολικά ικανή να γαργαλίσει το συναίσθημα με έναν φτηνό τρόπο που το νέο δόγμα Παπαϊωάννου δεν εγκρίνει…
- Είναι σαν να ζήλεψε κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης την αυστηρή σαν τούνδρα αισθητική των Σκανδιναβών δημιουργών ή κάποιων αφόρητα conceptual σύγχρονων καλλιτεχνών & να επιδιώκει τώρα, το 2017, σώνει και καλά να τους πλησιάσει, ενώ α) έχουν ήδη ξεπεραστεί β) άλλα βιώματα, ερεθίσματα & σκληρά περιβάλλοντα κουβαλούν στην ψυχούλα τους αυτοί. Όχι τον Τσαρούχη & τον Χατζιδάκι.
- Τέχνη γίνεται με ό,τι έχεις μέσα σου. Όχι με αυτό που θα ήθελες να είχες.
- Είναι πραγματικά βασανιστικό (κι όχι με την έννοια της τραγωδίας, αλλά της κούρασης) να βλέπεις επί σκηνής μια αυτοαναφορικότητα δίχως τέλος από έναν δημιουργό που δεν είναι ακριβώς στα χάι του. Ο «Μεγάλος Δαμαστής» ακουμπά ολόκληρος σε προηγούμενα έργα του σκηνοθέτη. Αυτό λέγεται είτε αυτοαναφορικότητα είτε επανάληψη. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος.
- By the way, δεν υπάρχει χορογραφία. Δεν υπάρχει από τότε σχεδόν που η Αγγελική Στελλάτου αποχώρησε από την Ομάδα Εδάφους. Υπάρχει προσεκτικά χορογραφημένη είσοδος-έξοδος των χορευτών προς & από τη σκηνή, μερικές κινήσεις-συσπάσεις σαν γαργαλητό ή φτέρνισμα, 2-3 παιχνίδια από αυτά που κάνουν οι σπουδαστές Χορού για να ζεσταθούν (το φύσημα του ενός για να κινηθούν τα άκρα του άλλου -το έκανα κι εγώ κάποτε σ’ ένα εργαστήρι), υπάρχουν & μερικές σόλο προσπάθειες να δείξουν τα παιδιά το ταλέντο τους, προσπάθειες που πέρασαν τη λογοκρισία της αυθεντίας & βρήκαν δίοδο προς το κοινό, όπως τα σχέδια ενός σκλαβου στην πυραμίδα του Χέοπα. Χορογραφία, όμως, δεν υπάρχει.
- Και last but not least δεν υπάρχει συναίσθημα: ούτε χαρά, ούτε συγκίνηση, ούτε αγωνία, ούτε ταύτιση, ούτε γέλιο, ούτε ειρωνεία. Νέκρα… Δυο μέρες αργότερα είδα την Οπερέττα του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό-Rex & βγήκα ζωντανός, ενώ είχα μπει ένα πτώμα από αυτά τα ίδια που τραβάμε όλοι μας καθημερινά. Αυτό για μένα είναι τέχνη: ένα τσούρμο τρελοί που σου φωνάζουν να ξυπνήσεις με ό,τι μέσο διαθέτουν. Όχι κάποιος που δήλωσε στεγνά στη lifo ότι δούλεψε με το τρομερά αμφιλεγόμενο καθεστώς του Μπακού «ώστε να εξασφαλίσω άλλα δέκα χρόνια οικονομικής ανεξαρτησίας».
Σημ.1: η παραπάνω λίστα είναι για αναγνώστες που έχουν παρακολουθήσει τη σεβαστή πορεία του Δημήτρη Παπαϊωάννου (συν καμιά 20ρια σημαντικές ξένες παραστάσεις) μέσα στα χρόνια & δεν τον συγκρίνουν με τον Λάκη Λαζόπουλο, τον Σταμάτη Φασουλή, τον Χάρη Μανταφούνη ή -ξέρω ‘γω- τον αείμνηστο Θύμιο Καρακατσάνη, οπότε να τη βγάζει λάδι αιώνια δια της ατόπου απαγωγής…
Σημ.2: η συγκλονιστική Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (που επαναλήφθηκε με μικροαλλαγούλες στο Αζερμπαϊτζάν) δεν μπορεί να είναι άλλοθι-φίμωτρο για πάντα. Τα Τοτέμ είναι για τους γκρούπι της δημοσιογραφίας (& για τους Ινδιάνους, που μαγεύονται από καθρεφτάκια).
Σημ.3: όσο αποστρέφομαι τον Ερντογάν & τον Πούτιν, άλλο τόσο με στενοχωρούν οι καθ’ ημάς καθεστωτικοί καλλιτέχνες, που αλληλοχαϊδεύονται με τα ισχυρά media & τρομοκρατικά κλαδεύουν την ελεύθερη κριτική. Όταν ακούς μια & μοναδική επικρατούσα άποψη, κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας…